- φαλτσάρω
- φαλτσάρω, φαλτσάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φαλτσάρω — Ν 1. κάνω φάλτσο 2. (κατ επέκτ.) πέφτω έξω, σφάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falsare «παραποιώ, νοθεύω, διαστρεβλώνω»] … Dictionary of Greek
φαλτσάρω — φαλτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. αμτβ., κάνω παρατονία, παραφωνώ, κάνω φάλτσο: Είναι παράφωνος, φαλτσάρει. 2. μτφ., σφάλλω, κάνω λάθος, πέφτω έξω: Οι δικτάτορες πάντοτε φαλτσάρουν. 3. (για μπάλα), έχω φαλτσαρίσματα (βλ. λ.): Φαλτσάρει πολύ η μπάλα θα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… … Dictionary of Greek
φαλτσάρισμα — το, Ν [φαλτσάρω] 1. παραφωνία, φάλτσο 2. εκτροπή από την ομαλή πορεία … Dictionary of Greek
φαλτσαριστός — ή, ό, Ν [φαλτσάρω] (κυρίως στο ποδόσφ.) αυτός που γίνεται με φάλτσο … Dictionary of Greek
παραφωνώ — παραφώνησα, κάνω παραφωνία, δεν ταιριάζω φωνητικά, τραγουδώ ή ψέλνω παράφωνα, κάνω φάλτσο, φαλτσάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)